αυτόβαπτος
Смотреть что такое "αυτόβαπτος" в других словарях:
αυτόβαπτος — αὐτόβαπτος, ον (Μ) [βάπτω] αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek